- φονεύεται
- φονεύωmurderpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύθνητος — εὔθνητος, ον (Μ) αυτός που φονεύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνητός] … Dictionary of Greek
σφάγιο — το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή] ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούς νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
φονεύεθ' — φονεύετε , φονεύω murder pres imperat act 2nd pl φονεύετε , φονεύω murder pres ind act 2nd pl φονεύεται , φονεύω murder pres ind mp 3rd sg φονεύετο , φονεύω murder imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φονεύετε , φονεύω murder imperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)